- αμαυρότητα
- ησκοτεινότητα, ασάφεια: Σε ορισμένα σημεία τις αναμνήσεις του χαρακτήριζε αμαυρότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμαυρότητα — ἀμαυρότης dimness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)